έναυδος

έναυδος
ἔναυδος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φωνή, που μιλεί, ζωντανός
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔμπνους, φωνήεις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔναυδος — speaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”